εύτροχος

εύτροχος
εὔτροχος, -ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, -ον (Α)
μσν.
αυτός που κινείται ελεύθερα
αρχ.
1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ' ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.)
2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος («εὔτροχον τεῑχος», επιγρ.)
3. αυτός που τρέχει γρήγορα
4. αυτός που τρέχει, που κινείται εύκολα γλιστρώντας πάνω σε σχοινί το οποίο περνά μέσα από θηλειές («διπάλαιστοι δὲ τοὺς βρόχους, ὑφείσθωσαν δὲ οἱ περίδρομοι ἀνάμματοι, ἵνα εὔτροχοι ὦσι», Ξεν.)
5. φρ. «εὔτροχος γλῶσσα» — ευκίνητη, ευφραδής, εύγλωττη, Ευρ.
6. (για δρόμο) αυτός που μπορεί να τόν διαβεί κάποιος εύκολα.
επίρρ...
εὐτρόχως (Α)
τρέχοντας, με ευχέρεια («εὐτρόχως ἀναγιγνώσκειν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που έχει ωραίους τροχούς» < ευ + τροχός ουσ.
με τη σημασία «αυτός που τρέχει» < ευ + τροχός επίθ. «ο τρέχων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὔτροχος — well wheeled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύτροχος — εὔτροχος well wheeled masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρόχως — εὔτροχος well wheeled adverbial εὔτροχος well wheeled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔτροχον — εὔτροχος well wheeled masc/fem acc sg εὔτροχος well wheeled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύτροχον — εὔτροχος well wheeled masc/fem acc sg (epic) εὔτροχος well wheeled neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτροχωτάτην — εὔτροχος well wheeled fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτροχωτάτης — εὔτροχος well wheeled fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτροχωτάτοις — εὔτροχος well wheeled masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρόχοις — εὔτροχος well wheeled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρόχοισι — εὔτροχος well wheeled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”